τσεβρές

τσεβρές
ο, Ν
1. (λαογρ.) στενόμακρη πετσέτα ή τετράγωνο μαντίλι που ανήκει στην κατηγορία τής πολύχρωμης κεντητικής με χρωματιστές μεταξωτές κλωστές και με ιδιότυπη τεχνική που κάνει το κέντημα διπρόσωπο, δηλ. ίδιο και από τις δύο όψεις
2. είδος υφάσματος κατάλληλο για κέντημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cevre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσεβρές — τσεβρές, ο και τσιβρές, ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. τσεμπέρι κεντητό. 2. είδος χειροποίητου (κυρίως) υφάσματος που είναι κατάλληλο για κέντημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιβρές — ο, Ν (παλ. τ.) βλ. τσεβρές …   Dictionary of Greek

  • gevrea — GEVREÁ, gevrele, s.f. (înv.) Batistă de mătase sau de pânză cu broderie. – Din tc. çevre. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  gevreá s. f. (sil. vrea), art. gevreáua, g. d. art. gevrélei; pl. gevréle …   Dicționar Român

  • τσιβρές — ο βλ. τσεβρές, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”