- τσεβρές
- ο, Ν1. (λαογρ.) στενόμακρη πετσέτα ή τετράγωνο μαντίλι που ανήκει στην κατηγορία τής πολύχρωμης κεντητικής με χρωματιστές μεταξωτές κλωστές και με ιδιότυπη τεχνική που κάνει το κέντημα διπρόσωπο, δηλ. ίδιο και από τις δύο όψεις2. είδος υφάσματος κατάλληλο για κέντημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cevre].
Dictionary of Greek. 2013.